- κακορρυπος
- κακόρρυποςκᾰκό-ρρῠπος2крайне грязный Babr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακόρρυπος — και κακορρύπαρος, ον (Α) υπερβολικά ρυπαρός, πολύ βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρρυπος (< ρύπος «ακαθαρσία»), πρβλ. φιλό ρρυπος] … Dictionary of Greek